κατανύ

κατανύ
κατανύω, αττ. τ. καθανύω (Α)
1. διατρέχω μια απόσταση, διανύω («οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν προκείμενον αύτῷ δρόμον», Ηρόδ.)
2. φθάνω σε κάποιο μέρος («νηὶ κατανύσας... ἐς Λῆμνον», Ηρόδ.)
3. διαπράττω («τάδε κατήνυσεν», Ευρ.)
4. προμηθεύω, παρέχω, χορηγώ («τοσούτοις δ' ὑποζυγίοις κατανύσαι χόρτον», Πολ.)
5. φονεύω, σφάζω
6. καταναλίσκω, ξοδεύω
7. παθ. κατανύομαι
(για χρησμό) εκπληρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀνύω «εκτελώ-διατρέχω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατανῦξαι — κατανῦ̱ξαι , κατά , ἀνά ὑσσω hyssop perf ind mp 2nd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανῦσαι — κατανῦ̱σαι , κατά , ἀνά ὕω rain perf ind mp 2nd sg (ionic) κατά , ἀνά ὕω rain aor inf act (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”